-
1 καίω
Aἔκαιον Od.9.553
, [dialect] Att. ἔκᾱον, [dialect] Ep.καῖον Il. 21.343
: [tense] fut.καύσω X.Cyr.5.4.21
, ([etym.] ἐπι-) Pl.Com.186.4, ([etym.] κατα-) Ar. Lys. 1218; also : [tense] aor. 1 , Th. 7.80 (bis), Pl.Grg. 456b, etc.; [dialect] Ep. ἔκηα (certain [voice] Act. and [voice] Med. forms have κει- in codd. of Hom., v. infr.),ἔκηα Il.1.40
, al.; [ per.] 3sg. ἔκηε ([etym.] ν) 22.170, 24.34, al.; unaugm.κῆεν 21.349
; [ per.] 3pl. ἔκηαν (v.l. ἔκειαν) Od.22.336; imper.κεῖον 21.176
codd.; [ per.] 1pl. subj.κείομεν Il.7.333
([pref] κατα-), 377, 396 (better attested than κήομεν); opt. κήαι, κήαιεν, 21.336, 24.38; inf.κῆαι Od.15.97
(v.l. κεῖαι), κατα-κῆαι 10.533
, 11.46, κακκῆαι ib.74 (v.l. κακκεῖαι); part.κείαντες 9.231
, 13.26, [dialect] Att. , S.El. 757, ([etym.] ἐκ-) E.Rh.97, (lyr.),ἐγκέαντι IG12.374.96
,261: [tense] pf. κέκαυκα ([etym.] κατα-, προς-) X.HG6.5.37, Alex.124.3:—[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐκαυσάμην ([etym.] ἀν-) Hdt.1.202, 8.19; [dialect] Ep. κείαντο, κειάμενοι, Il.9.88, 234;κειάμενος Od.16.2
, 23.51:—[voice] Pass., [tense] fut.καυθήσομαι Hp.Nat.Mul. 107
, ([etym.] κατα-, ἐκ-) Ar.Nu. 1505, Pl.R. 362a; lateκᾰήσομαι 1 Ep.Cor.3.15
: [tense] aor. 1ἐκαύθην Hp.Epid.4.4
, Int. 28, ([etym.] κατ-) Hdt.1.19, Th.3.74; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.[tense] aor. 2 ἐκάην [pron. full] [ᾰ] Il.9.212 ([etym.] κατ-), Od.12.13, ([etym.] δί-) Hp.Loc.Hom.40, ([etym.] κατ-) Hdt.2.180; inf.καήμεναι Il.
<*>3.210,καῆναι Parth.9.8
: [tense] pf. , Th.4.34, etc.,κέκαυσμαι Hp.Int.28
; inf. . (From κᾰϝ-yw.)I kindle,πυρὰ πολλά Il.9.77
;πῦρ κείαντες Od.9.231
;πῦρ κῆαι 15.97
, etc.:—[voice] Med., πῦρ κείαντο they lighted them a fire, Il.9.88, cf. 234, Od.16.2:—[voice] Pass., to be lighted, burn,πυραὶ νεκύων καίοντο Il.1.52
;θεείου καιομένοιο 8.135
;καιομένοιο πυρός 19.376
, cf. Hdt.1.86, Ar.V. 1372, etc.;φῶς πυρὸς καόμενον Pl.R. 514b
; αἱ φλόγες αἱ καιόμεναι.. περὶ τὸν οὐρανόν the meteors which blaze, Arist.Mete. 341b2; of ore, to be smelted, Id.HA 552b10.II set on fire, burn, μηρία, ὀστέα, Od.9.553, Hes.Th. 557;νεκρούς Il.21.343
; δένδρεα ib. 338:—[voice] Pass.,νηυσὶν καιομένῃσιν 9.602
.2 make hot, of the sun,ἀνθρώπους Hdt.3.104
: abs., ibid., Pl.Cra. 413b; [ Χείμαρρος] smelted,AP
9.277 (Antiphil.).3 of extreme cold,ἡ Χιὼν καίει τῶν κυνῶν τὰς ῥῖνας X.Cyn.8.2
, cf. 6.26 ([voice] Pass.);κάειν λέγεται.. τὸ ψυχρόν, οὐχ ὡς τὸ θερμόν Arist.Mete. 382b8
.4 [voice] Pass., of fever-heat,τὰ ἐντὸς ἐκάετο Th.2.49
: metaph., of passion, esp. of love, to be on fire,ἐν φρασὶ καιομένα Pi.P.4.219
;κάομαι τὴν καρδίαν Ar.Lys.9
;ἔρως.. ὕβρει καόμενος Pl.Lg. 783a
; καίεσθαί τινος (sc. ἔρωτι) Hermesian.7.37, Charito 4.6, cf. Parth.14.2; also καομένη Ἑλλάς Greece being in a fever of excitement, Lys.33.7.III burn and destroy (in war), τέμνειν καὶ κ., κ. καὶ πορθεῖν, waste with fire and sword, X.HG4.2.15, 6.5.27.IV of surgeons, cauterize,ὤμους Hp.Art.11
:—in [voice] Pass., Id.Aph.6.60: abs., τέμνειν καὶ κάειν to use knife and cautery, Pl.Grg. 480c, 521e, X.An.5.8.18, etc.: rarely reversed,κέαντες ἢ τεμόντες A.Ag. 849
. -
2 πῦρ
πῡρ (πῦρ, πυρός, πυρί, πῦρ.)1 fireaὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει O. 1.1
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμάν O. 1.48
πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων O. 7.71
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ O. 10.36
Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν O. 13.90
τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός P. 1.6
τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21
πῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πυρὶ καιόμενος P. 3.102
φλόγ' πνέον καιομένοιο πυρος P. 4.225
πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει P. 4.233
εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) P. 4.266πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων N. 4.62
γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ i. e. earthenware N. 10.35ματέρ' πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν Pae. 2.30
χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός Pae. 6.98
ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ Δ. 2. 1. θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ... πῦρ πνέοντος κεραυνοῦ fr. 146. 1. πυρὶ δ' ὑπνόωντε σώματα ( ὤπτων coni. Snell) fr. 168. 3. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232.b heatἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι P. 3.50
-
3 σέλας
Aσέλαϊ Il.17.739
, [var] contr.σέλᾳ Od.21.246
; gen.σέλαος Plot.6.7.33
, : pl. , al., Plu.Caes.63, AP9.289 (Bass.); gen. codd. ( σελῶν ap.Stob.):—light, brightness, flame,πυρός Il.19.366
, al.; καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο, ib. 375, 8.563; ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, without any word added, 17.739; δαΐδων ς. Od.18.354, Hes.Sc. 275;σ. λάβρον Ἡφαίστου Pi.P. 3.39
;ἀπὸ.. λάμπε γυίων σ. ὧτε πυρός B.16.104
; Ἥφαιστος.. λαμπρὸν ἐκπέμπων ς., of a beacon fire, A.Ag. 281, cf. 289; Ἡφαιστότευκτον, of a volcano, S.Ph. 986; ; ἐφέστιον ς. S.Tr. 607; of the heavenly bodies,σ. γένετ' ἠΰτε μήνης Il.19.374
; ἁλίου ς. A.Eu. 926 (lyr.), S.El.17, Ar.Av. 1711; of day light, καθαρὸν ἁμέρας ς. Pi.Fr.142.4, cf. S.Aj. 856; πρὶν θεοῦ δῦναι ς. E.Supp. 469;τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτόν Pl.Cra. 409b
; lightning, flash of lightning, δαιόμενον ς. Il.8.76, cf. Democr.152; Διὸς ς. S.OC95;σ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Hdt.3.28
; meteor, Arist.Mu. 395a31; torchlight, h.Cer.52, A.R.4.808, cf. AP9.46, etc., the flash of an angry eye, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν ς. A.Pr. 358, cf. E.Cyc. 663 (so in Hom., ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς ς. Il.19.366; ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σ. ἐξεφάανθεν ib.17): metaph. of love, Theoc.2.134, cf. AP12.93 (Rhian.). -
4 καίω
καίω, att. κάω, obwohl in den mss. häufiger καίω steht, fut. καύσω, aor. ἔκαυσα, ep. ἔκηα, κῆεν, Il. 21, 349, conj. κήομεν, 7, 377. 396, opt. κήαι, κήαιεν, 21, 336. 24, 38, inf. κῆαι, Od. 15, 97, im med. κήαντο, Il. 9, 88, κηάμενοι, 9, 234 (in der Od. steht bei Wolf κείαντες, 9, 231. 13, 26, imper. κεῖον, 21, 176, med. κειάμενος, 16, 2. 23, 54, wo Bekker κήαντες, κῆον, κηάμενος schreibt), auch att. κέας, Aesch. Ag. 849, κέαντες, Soph. El. 747, Herm. emend. für κείας, wie ἐκκέας Ar. Pax 1099 u. Eur. Rhes. 97, perf. κέκαυκα, Xen. Hell. 6, 5, 37 u. Alexis Ath. IX, 383 c, aor. pass. ἐκαύϑην, Hom. ἐκάην; brennen, anbrennen, anzünden, πυρὰ πολλά Il. 9, 76, öfter; aor. I. med. für sich anbrennen, a. a. O.; gew. verbrennen, δένδρεα 21, 337, νεκρούς 21, 343; μηρί' ἔκαιον, beim Opfer, Od. 9, 553, wie καίουσ' ὀστέα λευκὰ ϑυηέντων ἐπὶ βωμῶν Hes. Th. 557; pass. verbrannt werden, brennen, πυραὶ νεκύων καίοντο ϑαμειαί Il. 1, 52, φλὸξ ϑεείου καιομένοιο 8, 135, wie σέλας καιομένοιο πυρός 19, 376; πυρὶ καιόμενος Pind. P. 3, 102, wie πυρὶ καυϑεῖσα N. 10, 35; ἱερῶν καυϑέντων κατὰ νόμον Plat. Legg. VII, 800 b; σβεννύναι τὸ καιόμενον πῦρ Her. 1, 86; ἐν ἀγορᾷ τοῖς ϑεοῖς δὰς καίεται Ar. Vesp. 1372; καομένων τῶν λαμπάδων Thesm. 280; von einem Gießbache, κεκαυμένος ἡλίῳ, ausgetrocknet, Antiphil. 31 (IX, 277). Uebertr., von der Kälte, wegen der ähnlichen Empfindung, die sie verursacht, ἡ χιὼν καίει τῶν κυνῶν τὰς ῥῖνας, er macht, daß die Nasen erfrieren, Xen. Cyn. 8, 2; Arist. Meteorl. 4, 5 ἐνίοτε γὰρ καὶ κάειν λέγεται καὶ ϑερμαίνειν τὸ ψυχρόν, οὐχ ὡς τὸ ϑερμόν, ἀλλὰ τῷ συνάγειν καὶ ἀντιπεριιστάναι τὸ ϑερμόν. Von Fieberhitze, Hippocr. – Sehr gew. ist die Vrbdg τέ-μνειν καὶ καίειν, als die beiden Hauptthätigkeiten der alten Aerzte, die sie bei Verwundungen anwandten; auch übertr. gebraucht, Plat. Gorg. 480 c 521 a Polit. 293 b; κέαντες ἢ τεμόντες πειρασόμεσϑα πῆμ' ἀποτρέψαι νόσου Aesch. Ag. 823; οἱἰατροὶ τέμνουσι καὶ καίουσιν ἐπ' ἀγαϑῷ Xen. An. 5, 8, 18; Mem. 1, 2, 54; Sp. – Uebertr. von Leidenschaften, wie Zorn, κάομαι τὴν καρδίαν Ar. Lys. 9; bes. von Liebe, ἐν φρεσὶ καιομέναν Pind. P. 4, 219; πόϑος ἔκαυσέ με ἑταίρης Ep. ad. 11 (XII, 90); καίεσϑαί τινος, von Liebe zu Einem entflammt sein, Hermesian. bei Ath. XIII, 598 a.
-
5 βοῦς
βοῡς (βοῦς; βοῶν, βουσίν, βόας)1 cow, ox “μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν, ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ” P. 4.149 ἄροτρον σκίμ-ψατο καὶ βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός P. 4.225
βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (sc. Κυράνα) P. 9.23Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60
] α βοῦς ὑπ' οἴστρ[ (of Io?) fr. 51f. b 13. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Boeckh: διαβοῶν codd., valde corrupti; sc. σώματα?) fr. 168. 1. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος ἔλασεν sc. Herakles fr. 169. 6. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς fr. 234. 2. met., “ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ i. e. the wife of Aiolos P. 4.142 -
6 καίω
1 burna trans., pass. ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον (sc. Ἀχιλλεύς) P. 3.102 γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις in earthenware jars N. 10.35b intrans., med.καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
καιομένοιο πυρός P. 4.225
ἅμα δ' ἐκαίοντ ἐρῆμοι (sc. Ἀφαρητίδαι, killed by Zeus' thunderbolt: δὲ κέοντ codd., corr. Boeckh) N. 10.72 met., of passion, αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν sc.Μήδειαν P. 4.219
-
7 φλόξ
1 fireαἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' φλογὸς οὔ O. 7.48
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός P. 4.225
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
φλόγα δερκομ[ Δ. 4. b. 9. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6. -
8 σέλας
σέλας, αος, τό, Licht, Glanz, Strahl, Schimmer; Hom., bes. πυρός, πυρὸς καιομένοιο u. αἰϑομένοιο, Il. öfter, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσϑην ὡςεί τε πυρὸς σέλας, 19, 366; u. einfach, ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡςεὶ σέλας ἐξεφάανϑεν, ib. 17 (vgl. ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας Aesch. Prom. 356, u. Eur. Cycl. 659); μήνης, 19, 374, u. dgl.; σέλας ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 39; oft bei Tragg.: φαιδρὸν ἁλίου σέλας, Aesch. Eum. 886; τὸ παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον, Soph. Phil. 974, vom feuerspeienden Berge; λαμπάδων, Eur. Or. 1573 u. öfter; insbes. der Blitz, δαιόμενον δὲ ἧκε σέλας μετὰ λαὸν ᾿Αχαιῶν, Il. 8, 76; wie σέλας Διός Soph. O. C. 95; σέλας ἐκ τοῠ οὐρανοῠ, Her. 3, 28; auch vom Tageslichte, Soph. Ai. 843; Plat. Crat. 409 b sagt τὸ σέλας καὶ τὸ φῶς ταὐτόν. – Der dat. lautet bei Hom. σέλαϊ, Il. 17, 739, u. σέλᾳ, Od. 21, 246; gen. σέλαος, Hes. Th. 867. Bei att. Dichtern auch plur. σέλᾱ, wie Bass. 5 (IX, 289).
-
9 φλόξ
A flame of fire, Od.24.71, etc.;δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Il.8.135
;τῆς δὲ [νηὸς] κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ 16.123
; ; more fully,φλὸξ Ἡφαίστοιο Il.17.88
, Od. l.c.;πυρός Pi.P.4.225
, E.Ba.8, Heracl. 914 (lyr.), Pl.Ti. 83b, etc. (but alsoφλογὸς αἰθέριον πῦρ Parm.8.56
); φλογὸς σπέρμα, of live charcoal, Pi.O.7.48; ἀναιθύσσειν, θύειν, E.Tr. 344, IT 1331; ἐγείρειν, παρακαλεῖν, X. Smp.2.24, Cyr.7.5.23;ἐμβαλεῖν τινι E.Alc.4
, Rh. 120;σβέσαι Th.2.77
;φ. ἀπέσσυτο Hes.Th. 859
;ἀπορρέουσα Pl.Ti. 67c
; φλογὸς ἀποσβεσθείσης ib. 58c: later in pl., flames, meteors, Arist.Mete. 341b2, Mu. 392b3, 400a30, Orph.L. 178, Nic.Fr.74.48.3 of other kinds of flame, φ. κεραυνία, οὐρανία, of lightning, A.Pr. 1017, E.Med. 144 (anap.); of the heat of the sun, A.Pr.22, Pers. 505, S.Tr. 696; flash of a miraculous cloud, Il.18.206; of precious stones,ψυχρὰ φ. Pi.Fr. 123.5
; the blade of a sword, LXX Jd.3.22, Aq., Thd.1 Ki.17.7.4 in similes and metaphors, φλογὶ εἴκελος, ἶσος, of fiery warriors, Il.13.330, 39; φ. οἴνου the fiery strength of wine, E.Alc. 758;φ. πήματος S.OT 166
(lyr.).II wallflower, Cheiranthus Cheiri, Thphr.HP6.6.2.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий